πραγματικός

πραγματικός
-ή, -ό / πραγματικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [πρᾱγμα, -ατος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πραγματικότητα, που συμφωνεί με την πραγματικότητα
2. αυτός που υπάρχει πραγματικά, ο αληθινός, ο αντικειμενικός («πραγματική ιστορία»)
νεοελλ.
1. (νομ.) αυτός που αναφέρεται ή ανήκει ή υπάγεται σε περιουσιακό αντικείμενο, δηλαδή σε εμπράγματη σχέση δικαίου ή σε εμπράγματο δικαίωμα (α. «πραγματική δουλεία» — η δουλεία που βαρύνει ορισμένο ακίνητο
β. «πραγματικό δίκαιο» — το καλούμενο εμπράγματο δίκαιο)
2. το θηλ. ως ουσ. η πραγματική
(λογ.) τομέας τής μεταλογικής ή γενικής σημειωτικής στον οποίο εξετάζονται οι σχέσεις μεταξύ γλωσσικών σημείων και τού ανθρώπου που τά χρησιμοποιεί
3. φρ. α) «πραγματικοί αριθμοί»
μαθημ. συνοπτική ονομασία τών θετικών και τών αρνητικών αριθμών, καθώς και τού μηδενός, οι οποίοι υποδιαιρούνται σε ρητούς και άρρητους και ονομάστηκαν έτσι σε αντιδιαστολή προς τους φανταστικούς αριθμούς, δηλαδή τους μιγαδικούς ή τους υπερμιγαδικούς
β) «πραγματικό είδωλο» — το είδωλο που σχηματίζεται με την εστίαση τών φωτεινών ακτίνων που προέρχονται κατευθείαν από το πραγματικό αντικείμενο, σε αντιδιαστολή προς το φανταστικό είδωλο, που σχηματίζεται έμμεσα από την προέκταση τών ακτίνων αυτών πίσω από την ανακλώσα επιφάνεια
νεοελλ.-μσν.
φρ. «πραγματική κύρωση»
(νομ.) ονομασία τών διαταγμάτων για τη ρύθμιση θεμελιωδών θεμάτων τής πολιτείας, όπως τών σχέσεων της με την Εκκλησία, προβλημάτων διαδοχής, ζητημάτων φορολογίας, οργάνωσης τής διοίκησης, ιδιοκτησίας κ.ά.
αρχ.
1. ικανός, επιτήδειος, πρακτικός
2. ενεργητικός, δραστήριος («εἰ δὲ βασιλέως πραγματικοῡ τηρεῑν αὐτήν», Πολύθ.)
3. συνετός, μυαλωμένος, σώφρονος
4. πολιτικός («πέφυκε τοῑς φιλομαθοῡσιν ὁ τῆς πραγματικῆς ἱστορίας τρόπος», Πολύβ.)
5. υλικός, σε αντιδιαστολή με τον προφορικό
6. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ένα γεγονός που έχει συμβεί
7. αποτελεσματικός, δραστικός
8. (για τόπο) οχυρωμένος από τη φύση («δυσάλωτος καὶ πραγματικὴ πόλις», Ιώσ.)
9. (για επίθεση) ορμητικός, ακάθεκτος («αἰφνίδιον καὶ πραγματικήν... συνίστασαν τὴν... ἐπίθεσιν», Πολύβ.)
10. υλικός
11. το αρσ. ως ουσ. ὁ πραγματικός
α) αντιπρόσωπος, πληρεξούσιος, επίτροπος («πραγματικὸς τῆς πόλεως», επιγρ.)
β) νομικός σύμβουλος ρητόρων και δικηγόρων
γ) πολιτικός υπάλληλος
δ) πολίτης, ιδιώτης («ἱερόδουλοι καὶ πραγματικοὶ τοῡ ἱεροῡ», ΠΔ)
12. το θηλ. ως ουσ. ἡ πραγματική
α) επιστήμη τών ανθρώπινων πραγμάτων
β) συζήτηση για ένα γεγονός ή ζήτημα
13. το ουδ. ως ουσ. τὸ πραγματικόν
(για μαγεία) αποτελεσματική επωδός.
επίρρ...
πραγματικά / πραγματικῶς, ΝΜΑ
ουσιαστικά
νεοελλ.
πράγματι, όντως, αληθινά
αρχ.
1. ενεργητικά, με δραστηριότητα
2. συνετά, φρόνιμα («νουνεχῶς καὶ πραγματικῶς χειρίζων τὰ κατὰ τὴν ἀρχήν», Πολύβ.)
3. από πολιτική ικανότητα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πραγματικός — fit for action masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραγματικός — ή, ό 1. αληθινός, γνήσιος, αυτός που αναφέρεται σε πράγματα, πραχτικός: Πραγματική φιλία. 2. (νομ.), αυτός που αναφέρεται σε κάποιο περιουσιακό αντικείμενο: Πραγματικό (ή εμπράγματο) δίκαιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πραγματικά — πραγματικός fit for action neut nom/voc/acc pl πραγματικά̱ , πραγματικός fit for action fem nom/voc/acc dual πραγματικά̱ , πραγματικός fit for action fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραγματικώτερον — πραγματικός fit for action adverbial comp πραγματικός fit for action masc acc comp sg πραγματικός fit for action neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραγματικωτέρων — πραγματικός fit for action fem gen comp pl πραγματικός fit for action masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραγματικῶν — πραγματικός fit for action fem gen pl πραγματικός fit for action masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραγματικόν — πραγματικός fit for action masc acc sg πραγματικός fit for action neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραγματικώτατα — πραγματικός fit for action adverbial superl πραγματικός fit for action neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραγματικώτατον — πραγματικός fit for action masc acc superl sg πραγματικός fit for action neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραγματικαῖς — πραγματικός fit for action fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”